- κουκουλόσπορος
- οο σπόρος του μεταξοσκώληκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουκουλόσπορος — ο 1. ο σπόρος τού μεταξοσκώληκα 2. μτφ. τα χρήματα, ιδίως αυτά που δίνονται για δωροδοκία … Dictionary of Greek